λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… … Dictionary of Greek
λεπτεπίλεπτον — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc/fem acc sg λεπτεπίλεπτος thin upon thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτεπιλεπτότερος — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτεπιλέπτοις — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτεπιλέπτους — λεπτεπίλεπτος thin upon thin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτεπίλεπτα — λεπτεπίλεπτος thin upon thin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] … Dictionary of Greek
αιθερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος όπως ο αιθέρας, αιθέριος, λεπτεπίλεπτος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πλαστός < πλάσσω η λ. απαντά αρχικά στους: Δ. Νικολάου, Χρ. Γρηγορά (1868) και στον Δ. Βικέλα] … Dictionary of Greek
διάλεπτος — διάλεπτος, ον (AM) [λεπτός] λεπτεπίλεπτος, πολύ λεπτός … Dictionary of Greek